- μονόστολος
- μονό-στολος, ον,A going alone, Lyc.690: generally, alone, single,
δόρυ E.Ph.742
;λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόρυ E.Ph.742
;λείπομαι φίλας μονόστολος ματρός Id.Alc.407
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… … Dictionary of Greek
μονόστολος — going alone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόστολον — μονόστολος going alone masc/fem acc sg μονόστολος going alone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοστόλου — μονόστολος going alone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοστόλῳ — μονόστολος going alone masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσταλής — μονοσταλής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευ σταλής] … Dictionary of Greek
μονοστόλωι — μονοστόλῳ , μονόστολος going alone masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)